αποξυγονώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααποξυγονώνω[1]
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποξυγονώνω | αποξυγόνωνα | θα αποξυγονώνω | να αποξυγονώνω | αποξυγονώνοντας | |
β' ενικ. | αποξυγονώνεις | αποξυγόνωνες | θα αποξυγονώνεις | να αποξυγονώνεις | αποξυγόνωνε | |
γ' ενικ. | αποξυγονώνει | αποξυγόνωνε | θα αποξυγονώνει | να αποξυγονώνει | ||
α' πληθ. | αποξυγονώνουμε | αποξυγονώναμε | θα αποξυγονώνουμε | να αποξυγονώνουμε | ||
β' πληθ. | αποξυγονώνετε | αποξυγονώνατε | θα αποξυγονώνετε | να αποξυγονώνετε | αποξυγονώνετε | |
γ' πληθ. | αποξυγονώνουν(ε) | αποξυγόνωναν αποξυγονώναν(ε) |
θα αποξυγονώνουν(ε) | να αποξυγονώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποξυγόνωσα | θα αποξυγονώσω | να αποξυγονώσω | αποξυγονώσει | ||
β' ενικ. | αποξυγόνωσες | θα αποξυγονώσεις | να αποξυγονώσεις | αποξυγόνωσε | ||
γ' ενικ. | αποξυγόνωσε | θα αποξυγονώσει | να αποξυγονώσει | |||
α' πληθ. | αποξυγονώσαμε | θα αποξυγονώσουμε | να αποξυγονώσουμε | |||
β' πληθ. | αποξυγονώσατε | θα αποξυγονώσετε | να αποξυγονώσετε | αποξυγονώστε | ||
γ' πληθ. | αποξυγόνωσαν αποξυγονώσαν(ε) |
θα αποξυγονώσουν(ε) | να αποξυγονώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποξυγονώσει | είχα αποξυγονώσει | θα έχω αποξυγονώσει | να έχω αποξυγονώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποξυγονώσει | είχες αποξυγονώσει | θα έχεις αποξυγονώσει | να έχεις αποξυγονώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποξυγονώσει | είχε αποξυγονώσει | θα έχει αποξυγονώσει | να έχει αποξυγονώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποξυγονώσει | είχαμε αποξυγονώσει | θα έχουμε αποξυγονώσει | να έχουμε αποξυγονώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποξυγονώσει | είχατε αποξυγονώσει | θα έχετε αποξυγονώσει | να έχετε αποξυγονώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποξυγονώσει | είχαν αποξυγονώσει | θα έχουν αποξυγονώσει | να έχουν αποξυγονώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ αποξυγονώνω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας