Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απομύζησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
απομύζησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
απομυζώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
απομυζώ