Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απομόνωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
απομόνωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
απομονώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
απομονώνω