Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απομουρλαίνω < απο- + μουρλαίνω

  Ρήμα επεξεργασία

απομουρλαίνω (παθητική φωνή: απομουρλαίνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία