Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

απομνημόνευσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος απομνημονεύω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος απομνημονεύω