Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απολύτρωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
απολύτρωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
απολυτρώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
απολυτρώνω