απολησμονώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απολησμονώ < μεσαιωνική ελληνική απολησμονώ < απο- + λησμονώ
Ρήμα
επεξεργασίααπολησμονώ (παθητική φωνή: απολησμονιέμαι)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απολησμονώ
|
απολησμονώ (παθητική φωνή: απολησμονιέμαι)
|