Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αποκτήνωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αποκτηνώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αποκτηνώνω