Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποκρυπτογράφησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αποκρυπτογραφώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αποκρυπτογραφώ