Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποκεφάλισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αποκεφαλίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αποκεφαλίζω