Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποθαλάσσωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αποθαλασσώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αποθαλασσώνω