Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποζουρλαίνω < απο- + ζουρλαίνω

  Ρήμα επεξεργασία

αποζουρλαίνω (παθητική φωνή: αποζουρλαίνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία