Ετυμολογία

επεξεργασία
αποενοποιώ < απο- + ενοποιώ

αποενοποιώ (παθητική φωνή: αποενοποιούμαι)

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία