αποδεικνύοντας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίααποδεικνύοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος αποδεικνύω
- ⮡ Αποδεικνύοντας ότι το χρέος μένει ίδιο παρά τις στερήσεις μας, θα περίμενες να θυμώσει ο κόσμος, αλλά...
αποδεικνύοντας άκλιτο