αποδίδων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποδίδων < λόγια μετοχή ενεστώτα του ρήματος αποδίδω (ο αρχαιότερος τύπος της μετοχής ενεστώτα του ρήματος ἀποδίδωμι, ήταν ἀποδιδούς - ἀποδιδοῦσα - ἀποδιδόν)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.poˈði.ðon/
Μετοχή επεξεργασία
αποδίδων, αποδίδουσα, αποδίδον
- που αποδίδει κάτι στο δικαιούχο, σε όποιον αυτό οφείλεται
- ο αποδίδων τις τιμές
- η ανακρίτρια, η αποδίδουσα τις ευθύνες
- με νεότερη τροπολογία, ο αποδίδων τον ΦΠΑ έχει δικαίωμα να καταθέσει το ποσό σε δόσεις
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποδίδων
|