Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποβίβασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αποβιβάζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αποβιβάζω