Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απενεργοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος απενεργοποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

απενεργοποιούμαι

  • γιατί ξαφνικά απενεργοποιήθηκε ο υπολογιστής μου;

Αντώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία