απενεργοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απενεργοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος απενεργοποιώ
Ρήμα
επεξεργασίααπενεργοποιούμαι
- με καθιστών ανενεργό, με απενεργοποιούν
- γιατί ξαφνικά απενεργοποιήθηκε ο υπολογιστής μου;
Αντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απενεργοποιούμαι | απενεργοποιούμουν | θα απενεργοποιούμαι | να απενεργοποιούμαι | ||
β' ενικ. | απενεργοποιείσαι | απενεργοποιούσουν | θα απενεργοποιείσαι | να απενεργοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | απενεργοποιείται | απενεργοποιούνταν | θα απενεργοποιείται | να απενεργοποιείται | ||
α' πληθ. | απενεργοποιούμαστε | απενεργοποιούμασταν απενεργοποιούμαστε |
θα απενεργοποιούμαστε | να απενεργοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | απενεργοποιείστε | απενεργοποιούσασταν απενεργοποιούσαστε |
θα απενεργοποιείστε | να απενεργοποιείστε | απενεργοποιείστε | |
γ' πληθ. | απενεργοποιούνται | απενεργοποιούνταν | θα απενεργοποιούνται | να απενεργοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απενεργοποιήθηκα | θα απενεργοποιηθώ | να απενεργοποιηθώ | απενεργοποιηθεί | ||
β' ενικ. | απενεργοποιήθηκες | θα απενεργοποιηθείς | να απενεργοποιηθείς | απενεργοποιήσου | ||
γ' ενικ. | απενεργοποιήθηκε | θα απενεργοποιηθεί | να απενεργοποιηθεί | |||
α' πληθ. | απενεργοποιηθήκαμε | θα απενεργοποιηθούμε | να απενεργοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | απενεργοποιηθήκατε | θα απενεργοποιηθείτε | να απενεργοποιηθείτε | απενεργοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | απενεργοποιήθηκαν απενεργοποιηθήκαν(ε) |
θα απενεργοποιηθούν(ε) | να απενεργοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απενεργοποιηθεί | είχα απενεργοποιηθεί | θα έχω απενεργοποιηθεί | να έχω απενεργοποιηθεί | απενεργοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις απενεργοποιηθεί | είχες απενεργοποιηθεί | θα έχεις απενεργοποιηθεί | να έχεις απενεργοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει απενεργοποιηθεί | είχε απενεργοποιηθεί | θα έχει απενεργοποιηθεί | να έχει απενεργοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απενεργοποιηθεί | είχαμε απενεργοποιηθεί | θα έχουμε απενεργοποιηθεί | να έχουμε απενεργοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε απενεργοποιηθεί | είχατε απενεργοποιηθεί | θα έχετε απενεργοποιηθεί | να έχετε απενεργοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απενεργοποιηθεί | είχαν απενεργοποιηθεί | θα έχουν απενεργοποιηθεί | να έχουν απενεργοποιηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία απενεργοποιούμαι