απαρτμάν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απαρτμάν < (άμεσο δάνειο) γαλλική appartement
Ουσιαστικό επεξεργασία
απαρτμάν ουδέτερο άκλιτο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απαρτμάν
|
απαρτμάν ουδέτερο άκλιτο
|