απάνου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απάνου < μεσαιωνική ελληνική ἐπάνου (< αρχαία ελληνική ἐπάνω, με τροπή του [ο] σε [u] λόγω επίδρασης του [n]), με τροπή του [e] σε [a] [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈpa.nu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πά‐νου
Επίρρημα
επεξεργασίααπάνου
- (λαϊκότροπο) πάνω, επάνω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- απανουσά ((ιδιωματικό)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Αγγελική Ράλλη, Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου (Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ], 2017, ISBN 978-960-9789-06-6), σ. 54.