αντρών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααντρών ουδέτερο άκλιτο
- η τουαλέτα, σε δημόσιο χώρο, που χαρακτηρίζεται ως αντρική
- τώρα πια πρέπει να πηγαίνεις μόνο στο αντρών
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντρών
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααντρών αρσενικό
- άντρας στη γενική του πληθυντικού