Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αντικατόπτρισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αντικατοπτρίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αντικατοπτρίζω