Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αντικατόπτρισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
αντικατόπτρισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
αντικατοπτρίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
αντικατοπτρίζω