Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αντικαθρέφτισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αντικαθρεφτίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αντικαθρεφτίζω