Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αντάλλαξε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ανταλλάσσω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ανταλλάσσω