Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναχώνευσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
αναχώνευσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
αναχωνεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
αναχωνεύω