Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανατινάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος ανατινάζω

  Ρήμα επεξεργασία

ανατινάζομαι και ανατινάσσομαι

  1. με ανατινάζουν, καταστρέφομαι ή σκοτώνομαι με εκρηκτικά
  2. ανατινάζω τον εαυτό μου, αυτοκτονώ με εκρηκτικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία