Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανασκολόπισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ανασκολόπισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ανασκολοπίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ανασκολοπίζω