Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αναπλήρωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αναπληρώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αναπληρώνω