Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αναπαραγάγετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναπαράγω
  2. θα αναπαραγάγετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναπαράγω
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αναπαράγω