Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναμηρύκασε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
αναμηρύκασε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
αναμηρυκάζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
αναμηρυκάζω