Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανακριβώς < από το επίρρημα της καθαρεύουσας ἀνακριβῶς < από το επίθετο της μεταγενέστερης, ἀνακριβής

  Επίρρημα επεξεργασία

ανακριβώς

  • με ανακριβή τρόπο (συνήθως στη νομική και πολιτική ορολογία)
Μας μεταφέρθηκε ανακριβώς η πληροφορία ότι...

  Μεταφράσεις επεξεργασία