Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναθαρρώ < (ξ)ανα- + θάρρος

  Ρήμα επεξεργασία

αναθαρρώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία