Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αμφιταλαντευτείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αμφιταλαντεύομαι
  2. θα αμφιταλαντευτείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αμφιταλαντεύομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αμφιταλαντεύομαι