Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμπάρωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
αμπάρωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
αμπαρώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
αμπαρώνω