Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αμπάρωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αμπαρώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αμπαρώνω