Ετυμολογία

επεξεργασία
αμπάλατος < α- + (μεσαιωνική) μπάλατος < αρχαία ελληνική απαλωτός

αμπάλατος

  • αμπάλατος -  Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (19332022) ως το λήμμα «δόγης» / ΙΛΝΕ@TLG στο Thesaurus Linguae Graecae online έως το λήμμα «δόγης»
  • αμπάλατος @polignosi Κυπριακή Διάλεκτος στη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια του Άντρου Παυλίδη
  • σελ. 443 - Αθανάσιος Α. Σακελλάριος (1826-1901). Τα Κυπριακά, Τόμος Β΄