Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμείβομαι < παθητική φωνή του ρήματος αμείβω

  Ρήμα επεξεργασία

αμείβομαι

  1. παίρνω αμοιβή για εργασία που προσφέρω, πληρώνομαι
  2. δέχομαι υλική ή/και ηθική ανταμοιβή για την προσφορά μου

  Μεταφράσεις επεξεργασία