αμείβομαι
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αμείβομαι < παθητική φωνή του ρήματος αμείβω
Ρήμα Επεξεργασία
αμείβομαι
- παίρνω αμοιβή για εργασία που προσφέρω, πληρώνομαι
- δέχομαι υλική ή/και ηθική ανταμοιβή για την προσφορά μου
Μεταφράσεις Επεξεργασία
αμείβομαι
|