Ετυμολογία

επεξεργασία
αμείβομαι < παθητική φωνή του ρήματος αμείβω

αμείβομαι

  1. παίρνω αμοιβή για εργασία που προσφέρω, πληρώνομαι
  2. δέχομαι υλική ή/και ηθική ανταμοιβή για την προσφορά μου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία