Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλλοίωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
αλλοίωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
αλλοιώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
αλλοιώνω