Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλληλοπαρορμώμαι < αλληλο- + παρορμώμαι

  Ρήμα επεξεργασία

αλληλοπαρορμώμαι

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία