αλληλοπαρορμώμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλληλοπαρορμώμαι < αλληλο- + παρορμώμαι
Ρήμα
επεξεργασίααλληλοπαρορμώμαι
- (αλληλοπαθητικό, σπάνιο) παρορμώ κάποιον και παρορμώμαι απ' αυτόν
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλληλοπαρορμώμαι | αλληλοπαρορμόμουν | θα αλληλοπαρορμώμαι | να αλληλοπαρορμώμαι | ||
β' ενικ. | αλληλοπαρορμάσαι | αλληλοπαρορμόσουν | θα αλληλοπαρορμάσαι | να αλληλοπαρορμάσαι | ||
γ' ενικ. | αλληλοπαρορμάται | αλληλοπαρορμόταν | θα αλληλοπαρορμάται | να αλληλοπαρορμάται | ||
α' πληθ. | αλληλοπαρορμώμεθα - αλληλοπαρορμόμαστε | αλληλοπαρορμόμασταν | θα αλληλοπαρορμώμεθα - αλληλοπαρορμόμαστε | να αλληλοπαρορμώμεθα - αλληλοπαρορμόμαστε | ||
β' πληθ. | αλληλοπαρορμάσθε - αλληλοπαρορμάστε | αλληλοπαρορμόσασταν | θα αλληλοπαρορμάσθε - αλληλοπαρορμάστε | να αλληλοπαρορμάσθε - αλληλοπαρορμάστε | αλληλοπαρορμάσθε - αλληλοπαρορμάστε | |
γ' πληθ. | αλληλοπαρορμώνται | αλληλοπαρορμόνταν - αλληλοπαρορμόντουσαν | θα αλληλοπαρορμώνται | να αλληλοπαρορμώνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλληλοπαρορμήθηκα | θα αλληλοπαρορμηθώ | να αλληλοπαρορμηθώ | αλληλοπαρορμηθεί | ||
β' ενικ. | αλληλοπαρορμήθηκες | θα αλληλοπαρορμηθείς | να αλληλοπαρορμηθείς | αλληλοπαρορμήσου | ||
γ' ενικ. | αλληλοπαρορμήθηκε | θα αλληλοπαρορμηθεί | να αλληλοπαρορμηθεί | |||
α' πληθ. | αλληλοπαρορμηθήκαμε | θα αλληλοπαρορμηθούμε | να αλληλοπαρορμηθούμε | |||
β' πληθ. | αλληλοπαρορμηθήκατε | θα αλληλοπαρορμηθείτε | να αλληλοπαρορμηθείτε | αλληλοπαρορμηθείτε | ||
γ' πληθ. | αλληλοπαρορμήθηκαν αλληλοπαρορμηθήκαν(ε) |
θα αλληλοπαρορμηθούν(ε) | να αλληλοπαρορμηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αλληλοπαρορμηθεί | είχα αλληλοπαρορμηθεί | θα έχω αλληλοπαρορμηθεί | να έχω αλληλοπαρορμηθεί | αλληλοπαρορμημένος | |
β' ενικ. | έχεις αλληλοπαρορμηθεί | είχες αλληλοπαρορμηθεί | θα έχεις αλληλοπαρορμηθεί | να έχεις αλληλοπαρορμηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αλληλοπαρορμηθεί | είχε αλληλοπαρορμηθεί | θα έχει αλληλοπαρορμηθεί | να έχει αλληλοπαρορμηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αλληλοπαρορμηθεί | είχαμε αλληλοπαρορμηθεί | θα έχουμε αλληλοπαρορμηθεί | να έχουμε αλληλοπαρορμηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αλληλοπαρορμηθεί | είχατε αλληλοπαρορμηθεί | θα έχετε αλληλοπαρορμηθεί | να έχετε αλληλοπαρορμηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αλληλοπαρορμηθεί | είχαν αλληλοπαρορμηθεί | θα έχουν αλληλοπαρορμηθεί | να έχουν αλληλοπαρορμηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλληλοπαρορμώμαι
|