παρορμώμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπαρορμώμαι
- παθητική φωνή του ρήματος παρορμώ
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρορμώμαι | παρορμόμουν | θα παρορμώμαι | να παρορμώμαι | ||
β' ενικ. | παρορμάσαι | παρορμόσουν | θα παρορμάσαι | να παρορμάσαι | ||
γ' ενικ. | παρορμάται | παρορμόταν | θα παρορμάται | να παρορμάται | ||
α' πληθ. | παρορμώμεθα - παρορμόμαστε | παρορμόμασταν | θα παρορμώμεθα - παρορμόμαστε | να παρορμώμεθα - παρορμόμαστε | ||
β' πληθ. | παρορμάσθε - παρορμάστε | παρορμόσασταν | θα παρορμάσθε - παρορμάστε | να παρορμάσθε - παρορμάστε | παρορμάσθε - παρορμάστε | |
γ' πληθ. | παρορμώνται | παρορμόνταν - παρορμόντουσαν | θα παρορμώνται | να παρορμώνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρορμήθηκα | θα παρορμηθώ | να παρορμηθώ | παρορμηθεί | ||
β' ενικ. | παρορμήθηκες | θα παρορμηθείς | να παρορμηθείς | παρορμήσου | ||
γ' ενικ. | παρορμήθηκε | θα παρορμηθεί | να παρορμηθεί | |||
α' πληθ. | παρορμηθήκαμε | θα παρορμηθούμε | να παρορμηθούμε | |||
β' πληθ. | παρορμηθήκατε | θα παρορμηθείτε | να παρορμηθείτε | παρορμηθείτε | ||
γ' πληθ. | παρορμήθηκαν παρορμηθήκαν(ε) |
θα παρορμηθούν(ε) | να παρορμηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παρορμηθεί | είχα παρορμηθεί | θα έχω παρορμηθεί | να έχω παρορμηθεί | παρορμημένος | |
β' ενικ. | έχεις παρορμηθεί | είχες παρορμηθεί | θα έχεις παρορμηθεί | να έχεις παρορμηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει παρορμηθεί | είχε παρορμηθεί | θα έχει παρορμηθεί | να έχει παρορμηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παρορμηθεί | είχαμε παρορμηθεί | θα έχουμε παρορμηθεί | να έχουμε παρορμηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε παρορμηθεί | είχατε παρορμηθεί | θα έχετε παρορμηθεί | να έχετε παρορμηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παρορμηθεί | είχαν παρορμηθεί | θα έχουν παρορμηθεί | να έχουν παρορμηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρορμώμαι
|