αλληλεπικρίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αλληλεπικρίνομαι < αλληλο- + επικρίνομαι
Ρήμα
επεξεργασία
αλληλεπικρίνομαι
- (αλληλοπαθητικό, σπάνιο) για ανθρώπους που επικρίνουν ο ένας τον άλλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλληλεπικρίνομαι
|