Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αλλαξοπίστησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αλλαξοπιστώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αλλαξοπιστώ