Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλεύρωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
αλεύρωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
αλευρώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
αλευρώνω