Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλάφρωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
αλάφρωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
αλαφρώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
αλαφρώνω