Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αλάτισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αλατίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αλατίζω