Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ακριβολόγησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ακριβολογώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ακριβολογώ