Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ακούμπησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ακουμπώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ακουμπώ