Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακούμπησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ακούμπησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ακουμπώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ακουμπώ