Ετυμολογία

επεξεργασία
αιματοκυλώ < λείπει η ετυμολογία

αιματοκυλώ και αιματοκυλίζω

  • κυλάω κάποιους στο αίμα, προξενώ πολλούς θανάτους, μεγάλη αιματοχυσία
    αυτός ο εμφύλιος πόλεμος που αιματοκύλησε την Ελλάδα ...

  Μεταφράσεις

επεξεργασία