αιματοβάφομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααιματοβάφομαι, πρτ.: αιματοβαφόμουν, αόρ.: αιματοβάφτηκα/αιματοβάφηκα, μτχ.π.π.: αιματοβαμμένος
- παθητική φωνή του ρήματος αιματοβάφω
αιματοβάφομαι, πρτ.: αιματοβαφόμουν, αόρ.: αιματοβάφτηκα/αιματοβάφηκα, μτχ.π.π.: αιματοβαμμένος