(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αθκιασερός < κυπριακή προφορά του αδειασερός (άδειος), (Χρειάζεται επεξεργασία)που ως εκ τούτου έχει χώρο ή χρόνο για άλλα, ο εύκαιρος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αθκιασερός αρσενικό