Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αειθαλών αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

  1. γενική πληθυντικού του αειθαλής
  2. γενική πληθυντικού του αειθαλές