Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αδικοπράγησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αδικοπραγώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αδικοπραγώ